Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το τετραγωνικό μέτρο

См. также в других словарях:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • λουξ — (I) το 1. πρακτική μονάδα φωτισμού που ανήκει στο διεθνές μετρικό σύστημα και ισοδυναμεί με τον φωτισμό μιας επιφάνειας η οποία δέχεται κάθετα φωτεινή ροή ίση με ένα λούμεν ανά τετραγωνικό μέτρο κατανεμημένη κατά τρόπο ομοιόμορφο 2. ισχυρός… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • πασκάλ — το μετρολ. μονάδα πίεσης στο διεθνές σύστημα μονάδων, με σύμβολο Pa, ισοδύναμη με πίεση ενός νιούτον ανά τετραγωνικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. / γαλλ. pascal από το όνομα τού Γάλλου μαθηματικού, φυσικού και φιλοσόφου Blaise Pascal] …   Dictionary of Greek

  • τέσλα — το, Ν άκλ. μετρολ. μονάδα μαγνητικής επαγωγής ή πυκνότητας μαγνητικής δέσμης στο διεθνές σύστημα μονάδων η οποία ισούται με ένα βέμπερ ανά τετραγωνικό μέτρο που αντιστοιχεί σε 104 γκάους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tesla, από το όνομα τού Σερβο… …   Dictionary of Greek

  • χαρτόνι — και καρτόνι, το, Ν τεχνολ. χαρτί τού οποίου η μάζα ανά τετραγωνικό μέτρο υπερβαίνει, κατά διεθνή σύμβαση, τα 224 γραμμάρια και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ακαμψία σε σύγκριση με το συμβατικό χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carton (< χάρτης*) κατ… …   Dictionary of Greek

  • ανεμόγαμα — Φυτά των οποίων η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του ανέμου που μεταφέρει τη γύρη τους σε σημαντικές αποστάσεις. Η ανεμογαμία είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος επικονίασης, παρουσιάζει όμως το βιοενεργειακό μειονέκτημα ότι ακριβώς επειδή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρική μετατόπιση — Αν ένα ηλεκτρικό πεδίο έχει στο κενό ένταση  και ένα διηλεκτρικό τοποθετηθεί μέσα στο πεδίο, τότε μέσα στο υλικό έχουμε δύο ειδών φορτία. Από τη μία υπάρχει η πυκνότητα φορτίων στο εσωτερικό και στην επιφάνεια εξαιτίας της πόλωσης που καλούνται… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικός — ή, ό 1. τετράγωνος: Τετραγωνικό μέτρο. 2. στερεός, ακαταμάχητος: Τετραγωνικά επιχειρήματα. 3. φρ., «τετραγωνική ρίζα ενός αριθμού α», ο αριθμός που όταν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του δίνει τον α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»